χαλικόστρωση

χαλικόστρωση
η, Ν
επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλικοστρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. χαλικόστρωσις, μαρτυρείται από το 1894 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαλικόστρωση — η η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικοστρώνω, επίστρωση δαπέδου ή εδάφους με χαλίκια: Έγινε η χαλικόστρωση του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”